Οι περιπέτειες του Οδυσσέα

1. Στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους 
και στους Κύκλωπες

Στη μάχη με τους Κίκονες σκοτώθηκαν πολλοί
 Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφυγαν με 12 καράβια από την Τροία. Δυνατοί άνεμοι, που έστειλαν οι θεοί,  τους έριξαν στη χώρα των Κικόνων. Οι Κίκονες τους επιτέθηκαν γιατί ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του τους άρπαξαν ζώα και γλυκό κρασί. Στη μάχη σκοτώθηκαν πολλοί άλλοι μπήκαν στα καράβια κι έφυγαν μεσα στην καταιγίδα. 


Ο Οδυσσέας βάζει τους συντρόφους που έφαγαν λωτούς στο καράβι
   Όταν έφτασαν με τα καράβια τους στον κάβο Μαλέα, δυνατός βοριάς έσπρωξε τα καράβια τους στην Αφρική, στη χώρα των Λωτοφάγων. Ο Οδυσσέας έστειλε 3 συντρόφους να μάθουν ποιοί έμεναν εκεί. Οι Λωτοφάγοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς κι αυτοί τα ξέχασαν όλα κι ήθελαν να μείνουν εκεί. Ο Οδυσσέας τους πήρε με τη βία κι έφυγαν. 


   Στη συνέχεια οι άνεμοι τους έφεραν στο νησί των Κυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε στο νησί. Βγήκε με τους 12 συντρόφους του στη στεριά, μπήκαν σε μια θεόρατη σπηλιά, όπου βρήκαν καλάθια με φαγητά. Έφαγαν και περίμεναν το νοικοκύρη. Μόλις τον είδαν τρόμαξαν, γιατί ήταν θεόρατος κι είχε μόνο ένα ματι. Ήταν ο Πολύφημος, ο γιος του Ποσειδώνα, που μπαίνοντας έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς με ένα τεράστιο βράχο. Άναψε φωτιά, τους είδε, τους ρώτησε ποιοί ήταν, άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Το επόμενο βράδυ έφαγε άλλους δύο και ρώτησε τον Οδυσσέα:
-Ποιο είναι το όνομά σου;
- Με φωνάζουν Κανένα.
-Εσένα ,Κανένα, θα σε φάω τελευταίο. 
Όταν ο Κύκλωπας έπεσε  για ύπνο μετά από πολύ φα"ι και κρασί, ο Οδυσσέας άρπαξε ένα μυτερό κλαδί που είχε ξύσει το πρωίκαι το έμπηξε στο μοναδικό μάτι του Πολύφημου.
-Με τύφλωσε ο κανένας, άρχισε να ουρλιάζει.
Προσθήκη λεζάντας
  Το πρωί, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς να βγουν τα πρόβατά του και περίμενε να τους πιάσει. Ο Οδυσσέας, όμως, και οι σύντροφοί του έφυγαν δεμένοι στις κοιλιές των προβάτων. 
  έτρεξαν στο καράβι τους και καθώς απομακρύνονταν, ο Οδυσσέας φώναξε:
-Κι άν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, Πολύφημε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη από την Ιθάκη. 
Ο Πολύφημος πέταξε έναν τεράστιο βράχο, δεν πέτυχε το καράβι, παρακάλεσε όμως τον πατέρα του τον Ποσειδώνα :
- Πατέρα, μην αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη ο Οδυσσέας, που με τύφλωσε. Αν είναι όμως να γυρίσει, να γυρίσει μετά από χίλια βάσανα, μόνος , με ξένο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν κι άλλες συμφορές.


2. Στο νησί του Αιόλου, στους γίγαντες Λαιστρυγόνες και στο νησί της μάγισσας Κίρκης
.


Ο Αίολος δίνει στον Οδυσσέα το ασκί
Μετά το νησί των Κυκλώπων ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφτασαν στο νησί του Αιόλου. Εκεί ζούσαν  παλάτια ο Αίολος μαζί με τους έξι γιους και τις έξι κόρες του. Οι θεοί είχαν αναθέσει τη φύλαξη  των ανέμων. Έμειναν εκεί 1 μήνα.   Ο Οδυσσέας ζήτησε από τον Αίολο να τον βοηθήσει να φτάσει στην Ιθάκη. Εκείνος του έδωσε ένα ασκί όπου είχε μέσα κλεισμένους όλους τους ανέμους, αφήνοντας μόνο το  Ζέφυρο (δυτικό άνεμο)  να φυσά για να
οδηγήσει τα πλοία στην Ιθάκη. Μετά από εννιά μερόνυχτα ταξίδι, τα καράβια έφτασαν τόσο κοντά στην Ιθάκη, ώστε φαίνονταν ακόμη και οι φωτιές που έκαιγαν στα σπίτια. Από την πολυήμερη κούραση, ύπνος βαθύς έπιασε τον Οδυσσέα. Τότε κάποιοι από
τους συντρόφους του, που πίστευαν πως μέσα στο ασκί του Αιόλου είχε χρυσάφι, ασήμι κι άλλα πολύτιμα δώρα, άνοιξαν το ασκί.   Αμέσως  ξεχύθηκαν οι φοβεροί άνεμοι, τεράστια κύματα σηκώθηκαν κι έσπρωξαν τα καράβια μακριά.
   
 Έφτασαν στη γη των Λαιστρυγόνων.Τα 11 καράβια μπήκαν σε ένα λιμανι. μόνο το καράβι του Οδυσσέα έμεινε έξω . Τότε οι άγριοι, γίγαντες Λαιστρυγόνες τους επιτέθηκαν κι άρχισαν να ρίχνουν βράχια στα πλοία , ώσπου τα βύθισαν όλα κι έφαγαν όσους ήταν μέσα. Μόνο ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι που ήταν στο καράβι του, που δεν είχε μπει στο λιμάνι, γλίτωσαν. 

Η Κίρκη μεταμορφώνει τους συντρόφους σε χοίρους
   Οι άνεμοι τους έσπρωξαν στο νησί της μάγισσας Κίρκης. Ο Οδυσσέας έστειλε μερικούς συντρόφους να ρωτήσουν πού βρίσκονταν. Έτσι βρέθηκαν στο παλάτι της Κίρκης. Μπήκαν όλοι εκτός από τον Ευρύλοχο. Η Κίρκη υποδέχτηκε τους ξένους, τους έδωσε ένα μαγικό ποτό, τους ακούμπησε με το ραβδί της και τους μεταμόρφωσε σε χοίρους (γουρούνια). Ο Ευρύλοχος έτρεξε  κι είπε στον Οδθσσέα τι είχε συμβεί. Αυτός έτρεξε αμέσως προς το παλάτι με το σπαθί του. Στο δρόμο του εμφανίστηκε ο Ερμής , που του είπε τι είχε συμβεί  και του έδωσε οδηγίες για να ελευθερώσει τους συντρόφους του. Έτσι ο Οδυσσέας ανάγκασε την Κίρκη να  ξανακάνει τους συντρόφους του ανθρώπους. ΄Εμειναν αρκετό καιρό στο νησί. Πριν φύγουν, η Κίρκη τον συμβούλεψε να κατεβεί στον Άδη, να βρει το μάντη Τειρεσία και να τον ρωτήσει πώς θα έφτανε στην Ιθάκη.

   3. Στον Άδη, στις Σειρήνες, 
στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη


Οι πεθαμένοι μαζεύονται γύρω από το λάκκο
    Ο Οδυσσέας έφτασε με το καράβι του στην είσοδο του Άδη και μπήκε. Έσκαψε ένα λάκκο κι έσφαξε δύο αρνιά. Τότε μαζεύτηκαν πολλοί νεκροί , ανάμεσά τους ο Αχιλλέας, ο Αγαμέμνονας κι άλλοι που είχαν σκοτωθεί στην Τροία. 

Συνάντησε εκεί και τη μητέρα του και συγκινήθηκε πολύ, γιατί δεν ήξερε ότι είχε πεθάνει. Είδε το Σίσυφο να ανεβάζει με κόπο το βράχο στην κορυφή του βουνού.  Σε λίγο έφτασε ο μάντης Τειρεσίας, που του είπε:
- Ο Ποσειδώνας σε μισεί,γιατί τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφημο, το γιο του. Αν όμως δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου, όταν πάτε στο νησί του, θα φτάσετε κάποτε στην Ιθάκη.


Ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι ακούει το  τραγούδι των Σειρήνων
   Αφού ξέφυγαν από τον Άδη, έφτασαν στο νησί των Σειρήνων, που μάγευαν με τους τραγούδι τους τους ναυτικούς και, όταν αυτοί πλησίαζαν, τους έτρωγαν. Ο Οδυσσέας έκλεισε τα αυτιά των συντρόφων του με κερί, όπως του είχε πει η Κίρκη και τους διέταξε να τον δέσουν γερά στο  κατάρτι. Έτσι ο Οδυσσέας άκουσε το γλυκο τραγούδι των Σειρήνων, παρακαλούσε τους συντρόφους του να τον λύσουν, εκείνοι όμως τον έδεναν πιο γερά, όπως τους είχε διατάξει, κι έτσι απομακρύνθηκαν.


Η Σκύλλα τρώει 6 συντρόφους με τα 6 κεφάλια της
  Έφτασαν όμως στο Στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Η Χάρυβδη ρουφούσε το νερό της θάλασσας κι έπνιγε τα καράβια. Κατάφεραν να γλιτώσουν από αυτήν, όμως η Σκύλλα τέντωσε τα έξι κεφάλια της κι έφαγε έξι από τους συντρόφους. Κλαίγοντας κατάφεραν οι υπόλοιποι να βγουν στην ανοιχτή θάλασσα. 


4. Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων
  
Οι σύντροφοι σκοτώνουν βόδια του Ήλιου
Μετά από μέρες έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου. Εκεί έβοσκαν τα παχία βόδια του θεού. Ο Οδυσσέας θυμήθηκε τα λόγια του μάντη Τειρεσία και ζήτησε από τους συντρόφους του να φύγουν αμέσως από το νησί. Εκείνοι ήταν κουρασμένοι και δε δέχτηκαν.Κάποια στιγμή που τους τέλειωσαν τα τρόφιμα κι ο Οδυσσέας κοιμόταν, έσφαξαν μερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο οδυσσέας, τρόμαξε και τους πήρε κι έφυγαν αμέσως από το νησί. Όμως ο Δίας έστειλε άγρια καταιγίδα και θεόρατα κύματα. ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι. Πνίγηκαν όλοι εκτός από τον Οδυσσέα, που πιασμένος από ένα ξύλο πάλεψε μερόνυχτα με τα κύματα.

  Τελικά τα κύματα τον έβγαλαν στο νησί της Καλυψώς. Η θεά τον πήρε στη σπηλιά της, τον φρόντισε, όμως δεν τον άφηνε να φύγει. Επτά χρόνια τον κράτησε κοντά της. Η Αθηνά τον λυπήθηκε και παρακάλεσε το Δία να τον βοηθήσει να επιστρέψει στην πατρίδα του , που τόσο νοσταλγούσε. Ο Δίας έστειλε στην Καλυψώ τον Ερμή  και τη διέταξε να τον αφήσει πια να φύγει. 
Η σπηλιά της Καλυψώς

   Η Καλυψώ τότε τον βοήθησε να φτιάξει μια σχεδία κι ο Οδυσσέας ανοίχτηκε στο πέλαγος. Μετά από 17 μέρες, ενώ κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη, τον είδε ο Ποσειδώνας. Σήκωσε τεράστια κύματα, που διέλυσαν τη σχεδία. Ο Οδυσσέας κολύμπησε δυο μέρες και δυο νύχτες μέχρι που τον βοήθησε η νεράιδα Λευκοθέα και η Αθηνά να βγει σε μια παραλία. 

  Είχε φτάσει  στο νησί των Φαιάκων. Έφτιαξε ένα στρώμα από φύλλα ξάπλωσε κάτω από μια ελιά και κοιμήθηκε. 

Η Ναυσικά και οι φίλες της ρίχνουν το τόπι
   Τον ξύπνησαν χαρούμενες κοριτσίστικες φωνές. Ήταν η κόρη του  βασιλά, η Ναυσικά, με τις φίλες της, που πήγαν να πλύνουν στο ποτάμι και μετά άρχισαν να παίζουν τόπι.



 

Η Ναυσικά οδήγησε τον Οδυσσέα στο παλάτι του Αλκίνοου, όπου τον φιλοξένησαν. 



Όταν έτρωγαν, ο Οδυσσέας τους  είπε ποιος ήταν και διηγήθηκε τις περιπέτειές του

   Την άλλη μέρα οι Φαίακες ετοίμασαν καράβι και
Οι Φαίακες μεταφέρουν τον κοιμισμένο Οδυσσέα στην παραλία
ξεκίνησαν το απόγευμα για την Ιθάκη. Τα χαράματα έφτασαν στο νησί. Ο Οδυσσέας κουρασμένος κοιμόταν και οι  ναύτες  τον άφησαν κοιμισμένο στην παραλία με τα δώρα που του είχαν χαρίσει κι έφυγαν .   

 
5. Ο Οδυσσέας στην Ιθάκη 

 Ο Οδυσσέας ξύπνησε το πρωί. Η Αθηνά όμως είχε ρίξει ομίχλη και δεν αναγνώρισε το νησί. Τότε εμφανίστηκε μπροστά του η Αθηνά, σκόρπισε την ομίχλη  και του είπε :
- Οδυσσέα, στο παλάτι σου έχουν μπει οι μνηστήρες. Τρώνε, πίνουν, σπαταλάνε την περιουσία σου και θέλουν να παντρευτούν την Πηνελόπη για γίνουν βασιλιάδες της Ιθάκης. Ο γιος σου ο Τηλέμαχος Έχει πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη για να μάθει από το νέστορα και το Μενέλαο νέα για σένα. Πήγαινε στο καλύβι του βοσκού σου, του Εύμαιου και περίμενέ τον να γυρίσει. 
Οδυσσέας και Εύμαιος
Αυτά είπε η Αθηνά και μεταμόρφωσε τον Οδυσσέα σε γέρο ζητιάνο.


Η Αθηνά μεταμορφώνει πάλι τον Οδυσσέα σε ζητιάν
 Έτσι ο Οδυσσέας, αφού έκρυψε τα δώρα των Φαιάκων σε μια σπηλιά, πήγε στο καλύβι του Εύμαιου. Εκείνος δεν τον γνώρισε, τον φιλοξένησε όμως τη νύχτα. Την άλλη μέρα έφτασε στην καλύβα ο Τηλέμαχος. Όταν πατέρας και γιος έμειναν μόνοι , η αθηνά έδωσε πάλι στον Οδυσσέα την πρώτη του μορφή και εκείνος αποκαλύφθηκε στο γιο του. Αγκαλιάστηκαν κι έκλαιγαν για ώρα πολλή. Μετά κατέστρωσαν ένα σχέδιο για να σκοτώσουν τους μνηστήρες και η Αθηνά μεταμόρφωσε πάλι τον Οδυσσέα σε ζητιάνο.

 6.  Η μνηστηροφονία 


Οδυσσέας και Άργος
    Το άλλο πρωί πήγε πρώτος στο παλάτι ο Τηλέμαχος και μετά έφτασε ο Οδυσσέας -ζητιάνος με τον Εύμαιο και μπήκε στην αυλή του παλατιού του για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Κανείς δεν τον αναγνώρισε εκτός από τον Άργο, το πιστό του σκυλί που, γέρικο πια, περίμενε τον κύριό του για να πεθάνει. 
Οι μνηστήρες κοροϊδεύουν το ζητιάνο
     Όταν ο Οδυσσέας μπήκε στο παλάτι βρήκε τους μνηστήρες να τρώνεκαι να πίνουν. Άρχισαν να κορο"ιδεύουν  και να χτυπούν το ζητιάνο.
Ηαναγνώριση από την Ευρύκλεια
  Η Πηνελόπη, που έμαθε ότι ένας ζητιάνος είχε έρθει από μακριά, τον κάλεσε το βράδυ, αφού φύγαν οι μνηστήρες, για να τον ρωτήσει αν ήξερε κάτι για τον άντρα της. Πρώτα έβαλε τη γρια  δούλα , την Ευρύκλεια , να του πλύνει τα πόδια. Καθώς του έπλενε τα πόδια, έπιασε ένα σημάδι που είχε στο δεξιό του γόνατο ο Οδυσσέας από μικρός και τον αναγνώρισε. Ο Οδυσσέας της έκλεισε το στόμα και της ζήτησε να μην πει τίποτα σε κανέναν. 
  Στη συνέχεια παρηγόρησε την Πηνελόπη, χωρίς να της φανερωθεί. Της είπε όμως, ότι ο άντρας της θα γύριζε γρήγορα.

   Την επόμενη μέρα οι μνηστήρες μαζεύτηκαν πάλι στο παλάτι κι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν. Η Αθηνά έβαλε στο νου της Πηνελόπης την ιδέα να κάνει αγώνα τοξοβολίας.  Έφερε το τόξο του Οδυσσέα με δώδεκα
Ο αγώνας τοξοβολίας
τσεκούρια που είχαν τρύπα στην κορφή. Ο Εύμαιος έστησε τα τσεκούρια στη σειρά και η Πηνελόπη είπε:
-Όποιος από σας τεντώσει τη χορδή αυτού του τόξου και ρίξει ένα βέλος που θα περάσει από τις τρύπες όλων των τσεκουριών, αυτός θα γίνει άντρας μου.

   Ένας ένας οι μνηστήρες προσπάθησαν, αλλά κανένας δεν κατάφερε να λυγίσει τη χορδή του τόξου. Τότε ζήτησε κι ο ζητιάνος να δοκιμάσει. η Πηνελόπη έφυγεκαι η Αθηνά έδωσε στον Οδυσσέα την κανονική του μορφή. Άρπαξε τότε το τόξο, τέντωσε τη χορδή κι έριξε ένα βέλος που πέρασε κι από τις 12 τρύπες. Τότε οι μνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόμαξαν.  ο Εύμαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σημαδεύει τους μνηστήρες. Δίπλα του έριχνε κι ο Τηλέμαχος με το τόξο.
Ο Οδυσσέας σκοτώνει τους μνηστήρες


 Όταν σκοτώθηκαν οι μνηστήρες η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη και της είπε πως ο άντρας της γύρισε. Δεν την πίστεψε στην αρχή. Μετά όμως βεβαιώθηκε κι έκλαψαν κι οι δυο αγκαλιασμένοι από χαρά. 
Η αναγνώριση του Οδυσσέα από την Πηνελόπη

 Την άλλη μέρα ο Οδυσσέας πήγε να δει το γερο πατέρα του, το Λαέρτη, στα κτήματα.
 Οι συγγενείς των μνηστήρων πήγαν οπλισμένοι στο παλάτι να εκδικηθούν για το θάνατο των δικών τους. Με την επέμβαση της Αθηνάς άφησαν τα όπλα κι από τότε ο Οδυσσέας βασίλεψε ευτυχισμένος πολλά χρόνια στην Ιθάκη.